ελαφρόησκιος

ελαφρόησκιος
-η, -ο
1. (για δέντρα) αλαφροήσκιωτος, με ευχάριστη σκιά
2. (για ανθρώπους) αλαφροήσκιωτος, που βλέπει ξωτικά, φαντάσματα κ.λπ. αόρατα στους άλλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”